Τα μαθήματα μουσικής ωφελούν την ακοή! (διαβάστε...)
Τα μαθήματα μουσικής ωφελούν την ακοή!
Παιδιά που μαθαίνουν μουσική έχουν καλύτερη ακοή ως ενήλικες, αναφέρει έρευνα στο περιοδικό ‘Journal of Neuroscience.’
Η έρευνα ανακάλυψε ότι παιδιά που έπαιζαν ένα όργανο, ακόμα και για μικρό διάστημα (1 έως 5 χρόνια), είχαν ενισχυμένες εγκεφαλικές αποκρίσεις σε σύνθετους ήχους.
Σε σύγκριση με όσα δεν είχαν ποτέ μελετήσει μουσική ήταν καλύτερα στην αναγνώριση διαφορετικών συχνοτήτων.
Αυτό βελτίωσε την ικανότητα ακοής, που μπορεί να βοηθήσει τους ακροατές να παρακολουθήσουν συζητήσεις σε θορυβώδες περιβάλλον.
Η ερευνήτρια Nina Kraus, δήλωσε ότι με βάση αυτά που γνωρίζουμε σχετικά με τον τρόπο που η μουσική βοηθά το σχηματισμό του εγκεφάλου, η έρευνα υπέδειξε ότι τα βραχυπρόθεσμα μουσικά μαθήματα μπορεί ενδεχομένως να ενισχύουν την ακοή και τη μάθηση μακροπρόθεσμα.
Θεωρεί ότι μερικά χρόνια μαθημάτων μουσικής προσφέρουν επίσης πλεονέκτημα σχετικά με το πώς κάποιος αντιλαμβάνεται ήχους σε καθημερινές συνθήκες επικοινωνίας, όπως σε θορυβώδη εστιατόρια.
Ο τρόπος που ακούμε ήχους σήμερα υπαγορεύεται από τις εμπειρίες με ήχους που είχαμε μέχρι σήμερα.
Ενώ προηγούμενες έρευνες υπέδειξαν ότι η μουσική μπορεί να είναι καλή για τον εγκέφαλο, πρόκειται για την πρώτη έρευνα που υποδεικνύει ότι η επίδραση είναι μακροπρόθεσμη ακόμα και όταν οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει το χόμπι.
Η ομάδα ερεύνησε την ανταπόκριση 45 ενηλίκων σε διάφορους σύνθετους ήχους με χρήση ηλεκτροδίων για τη μέτρηση της εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Οι ενήλικες ομαδοποιήθηκαν με βάση το πόση μουσική εκπαίδευση είχαν ως παιδιά-καθόλου, ένα έως 5 χρόνια, ή 6 έως 11 χρόνια.
Άνθρωποι που μελέτησαν μουσική, ακόμα και λίγα χρόνια, είχαν πιο ισχυρή νευρική επεξεργασία των διαφορετικών τεστ ήχων.
Ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στο να μπορούν να ξεχωρίζουν τη χαμηλότερη συχνότητα ήχου, που χρειάζεται όταν ακούμε ομιλία και μουσική σε θορυβώδες περιβάλλον.
Ο καθηγητής Kraus, δήλωσε ότι βοηθά να απευθύνει μια ερώτηση σε κάθε γονέα. ‘Θα ευνοηθεί το παιδί μου αν παίζει μουσική για μικρό διάστημα’;
Πηγές: ‘Journal of Neuroscience.’